- πυροκατεχίνη
- η, Νχημ. κυκλική αρωματική οργανική ένωση που εξάγεται από διάφορα δένδρα και χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, αλλ. πυροκατεχόλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrocatechin < pyro- (< πυρ) + catechin (πρβλ. κατεχίνες). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Δ. Κρίνο].
Dictionary of Greek. 2013.