πυροκατεχίνη

πυροκατεχίνη
η, Ν
χημ. κυκλική αρωματική οργανική ένωση που εξάγεται από διάφορα δένδρα και χρησιμοποιείται στη βυρσοδεψία, αλλ. πυροκατεχόλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. pyrocatechin < pyro- (< πυρ) + catechin (πρβλ. κατεχίνες). Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Δ. Κρίνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυροκατεχίνη ή ορθο-διοξυβενζόλιο — Ισομερές της ρεσορκίνης (μετα διοξυβενζόλιο) και της υδροκινόνης (παρα διοξυβενζόλιο). Ανακαλύφθηκε από τον Ράινς το 1839 κατά την ξηρά απόσταξη της κατεχίνης και παρασκευάζεται βιομηχανικά με αλκαλική τήξη της ορθο χλωροφαινόλης ή του… …   Dictionary of Greek

  • πυροκατεχόλη — η, Ν η πυροκατεχίνη …   Dictionary of Greek

  • φαινοξαζίνη — η, Ν χημ. τρικυκλική αρωματική οργανική ένωση τής οποίας ο σκελετός τού μορίου ανευρίσκεται σε χρωστικές ύλες, παράγωγα τής οξαζίνης, όπως είναι λ.χ. η γαλλοκυανίνη, και η οποία παρασκευάζεται με θέρμανση τής ο αμινοφαινόλης με την πυροκατεχίνη.… …   Dictionary of Greek

  • βενζόλιο ή βενζένιο — Οργανική ουσία αρωματικού χαρακτήρα, η οποία αποτελείται από 6 άτομα άνθρακα και 6 άτομα υδρογόνου. Την ανακάλυψε το 1825 ο Φαραντάι στο ελαιώδες υπόλειμμα του φωταερίου και το παρασκεύασε για πρώτη φορά συνθετικά ο Μπερτελό το 1866… …   Dictionary of Greek

  • φαινόλες — Αρωματικές οργανικές ενώσεις που χαρακτηρίζονται από την παρουσία στο μόριό τους μιας ή περισσότερων υδροξυλικών ομάδων. Οι φ. μπορούν να θεωρηθούν παράγωγα των αρωματικών υδρογονανθράκων, αφού σε αυτά αντικαθίστανται ένα ή περισσότερα από τα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”